- διδοῦσα
- δίδωμιAër.pres part act fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδούσας — διδούσᾱς , δίδωμι Aër. pres part act fem acc pl διδούσᾱς , δίδωμι Aër. pres part act fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδοῦσ' — διδοῦσα , δίδωμι Aër. pres part act fem nom/voc sg διδοῦσι , δίδωμι Aër. pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδοῦσι , δίδωμι Aër. pres ind act 3rd pl (attic epic ionic) διδοῦσαι , δίδωμι Aër. pres part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Demeter — DEMETER, Gr. Δημήτηρ, τρος, der Namen, womit die Griechen die Ceres benennen. Er soll nach einigen so viel heißen, als γημήτηρ, oder Erdmutter, Cic. de N.D. lib. II. c. 26. p. 1183. nach andern, als διδοῦσα μήτηρ, gebende Mutter. Plato ap. Gyrald … Gründliches mythologisches Lexikon
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek
χειραγωγία — η, ΝΜΑ [χειραγωγός] χειραγώγηση, καθοδήγηση μσν. σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῡσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.) μσν. αρχ. αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῡ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ. β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς… … Dictionary of Greek